-
1 ἄμπελος
ἄμπελος, ἡ, 1) Weinstock, Hom. dreimal, Od. 9, 110 ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται, πυροὶ καὶ κριϑαὶ ἠδ' ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει, 133 μάλα κ' ἄφϑιτοι ἄμπελοι εἶεν, 24, 246 οὐ φυτόν, οὐ συκῆ, οὐκ ἄμπελος, οὐ μὲν ἐλαίη, οὐκ ὄγχνη, οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον; – Folgende überall; – = Weinberg Ael. H. A. 11, 32. – 2) Belagerungsmaschine, vinea, Sp.
-
2 ἄμπελος
ἄμπελος, ἡ, any climbing plant with tendrils, esp.A grape-vine, Vitis vinifera (ἄ. οἰνοφόρος Dsc.4.181
; ἄ.τῆς Ἴδης is a variety, V.v. apyrena, grape-currant, Thphr.HP3.17.4), Hom. (not in Il. exc. in Adj. ἀμπελόεις), etc.;πυροὶ καὶ κριθαὶ καὶ ἄμπελοι Od.9.110
, cf. 133, Alc.44, Hdt. 4.195, etc.;ἄ. καὶ ἐλάαν καὶ τὰ ἄλλα ἀκρόδρυα Thphr.HP4.4.11
; ἄ. τὴν περὶ τὸ ἱερὸν κόπτοντες, in collective sense (cf. ἵππος, ἡ), Th.4.90; of wine,ἀμπέλου δρόσος Pi.O.7.2
;ἀμπέλου παῖς Id.N.9.52
.2ἄ. ἀγρία
wild vine, Vitis silvestris,Dsc.
4.181, 5.2, Plin.HN23.19:—also = ἄ. λευκή, Thphr.9.14.1, 9.20.3, Gal.14.186.3ἄ. λευκή
bryony, Bryonia cretica,Dsc.
4.182, Gal.11.826 (but λευκὴ ἄ. white grape, Thphr.CP1.20.5).5ἄ. ποντία
wrack, Fucus volubilis,Thphr.
HP4.6.9.II vineyard, Ael.NA11.32.IV measure of length, = 20 παλαισταί, Hero *Deff.131.V = αἰγιαλός (Cyren.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄμπελος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий